ταγιάσιος

ταγιάσιος
-α, -ο, Ν
φρ. «ταγιάσια λιθοτεχνία»
αρχαιολ. λιθοτεχνία τής μέσης παλαιολιθικής εποχής που αποτελεί εξέλιξη τής κλακτόνιας λιθοτεχνίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”